αγαπιάρης
Смотреть что такое "αγαπιάρης" в других словарях:
αγαπησιάρης, -α, -ικο — και αγαπιάρης, α, ικο,1. ο ερωτιάρης: Ήταν γνωστός αγαπησιάρης, γι αυτό εκείνη δεν του δωσε σημασία. 2. ο αξιαγάπητος, ο συμπαθητικός: Aυτή η γάτα είναι πολύ αγαπησιάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)