αγαπιάρης

αγαπιάρης
α, ικο см. αγαπησιάρης

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αγαπιάρης" в других словарях:

  • αγαπησιάρης, -α, -ικο — και αγαπιάρης, α, ικο,1. ο ερωτιάρης: Ήταν γνωστός αγαπησιάρης, γι αυτό εκείνη δεν του δωσε σημασία. 2. ο αξιαγάπητος, ο συμπαθητικός: Aυτή η γάτα είναι πολύ αγαπησιάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»